- εἵρεσθαι
- εἴρεσθαι , ἔρομαιaskpres inf mp (epic ionic)εἴρεσθαι , εἴρωfasten together in rowspres inf mpεἴρεσθαι , εἴρω 2saypres inf mid (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἰρέσθαι — ἔρομαι ask aor inf mid (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴρεσθαι — ἔρομαι ask pres inf mp (epic ionic) εἴρω fasten together in rows pres inf mp εἴρω 2 say pres inf mid (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴρεσθ' — εἴρεσθε , ἔρομαι ask imperf ind mp 2nd pl (epic ionic) εἴρεσθε , ἔρομαι ask pres imperat mp 2nd pl (epic ionic) εἴρεσθε , ἔρομαι ask pres ind mp 2nd pl (epic ionic) εἴρεσθαι , ἔρομαι ask pres inf mp (epic ionic) εἴρεσθε , ἔρομαι ask imperf ind mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτρέπω — (AM ἐπιτρέπω και ιων. τ. ἐπιτράπω) [τρέπω] 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι, ανέχομαι (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῡτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῑν», Αριστοφ. γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek